- ἰδιογνωμόνως
- ἰδιογνώμωνholding one's own opinionadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιδιογνώμων — ἰδιογνώμων, ον (Α) αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον. επίρρ... ἰδιογνωμόνως (ΑΜ) μσν. αυθόρμητα αρχ. με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω) … Dictionary of Greek